3,253,652
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''στόνυξ:''' -ῠχος, ὁ, [[κάθε]] αιχμηρό [[άκρο]], όπως αυτό του βράχου, [[κόψη]], σε Ευρ.· [[σουγιάς]], [[σουβλί]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στόνυξ:''' ῠχος ὁ<br /><b class="num">1)</b> острый край, острие (πετραίου λίθου Eur.);<br /><b class="num">2)</b> pl. ножницы (στόνυχες συλόνυχες Anth.). | |||
}} | }} |