σύμφυτος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμφῠτος:''' -ον (συμφύομαι)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με κάποιον, εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], [[συμφυής]], αυτός που ενυπάρχει, σε Πίνδ., Πλάτ.· [[σύμφυτος]] [[αἰών]], η βιολογική μας [[ηλικία]], δηλ. η γεροντική, σε Αισχύλ.· νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]], [[φυσικός]] [[πρωταίτιος]] της έριδας, δηλ. η [[αιτία]] για [[φιλονεικία]] που ενυπάρχει στο ανθρώπινο [[γένος]], στο ίδ.· ἐς τὸ [[σύμφυτον]], σύμφωνα με τη [[φύση]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[έμφυτος]], σε κάποιον, σε Λυσ.
|lsmtext='''σύμφῠτος:''' -ον (συμφύομαι)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με κάποιον, εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], [[συμφυής]], αυτός που ενυπάρχει, σε Πίνδ., Πλάτ.· [[σύμφυτος]] [[αἰών]], η βιολογική μας [[ηλικία]], δηλ. η γεροντική, σε Αισχύλ.· νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]], [[φυσικός]] [[πρωταίτιος]] της έριδας, δηλ. η [[αιτία]] για [[φιλονεικία]] που ενυπάρχει στο ανθρώπινο [[γένος]], στο ίδ.· ἐς τὸ [[σύμφυτον]], σύμφωνα με τη [[φύση]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[έμφυτος]], σε κάποιον, σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφῠτος:''' <b class="num">1)</b> природный, свойственный по природе врожденный, ([[πονηρία]] Plat.; [[δειλία]] Lys.): σ. τινι и τινος Plat. свойственный кому(чему)-л.; [[ἀϋδρία]] τόποις τισί ξ. Plat. присущая некоторым местностям безводность;<br /><b class="num">2)</b> сросшийся (τὰ μέρη Arst.): σ. τινι Arst. сросшийся с чем-л.; [[πέρας]] καὶ ἀπειρίαν ἐν [[αὑτῷ]] ξύμφυτον ἔχειν Plat. соединять в себе конечное с бесконечным;<br /><b class="num">3)</b> однородный ([[δύναμις]] Plat.): σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματί τινος NT сходные по природе в чем-л.
}}
}}