3,273,735
edits
(39) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυτος]], -ον, ΝΑ [[συμφύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[έμφυτος]], [[συμφυής]], [[εγγενής]]<br /><b>2.</b> [[φυσικός]] («τὸ μιμεῑσθαι [[σύμφυτον]] τοῑς ἀνθρώποις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) [[συγγενής]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[σύμφυτο]]<br />α) η [[ιδιότητα]] του συμφυούς<br />β) <b>βοτ.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενικός]]<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> [[πυκνός]], [[δασώδης]]<br /><b>4.</b> (για αγρό) πλήρως καλλιεργημένος ή [[πυκνά]] φυτευμένος («ἀμπελὼν [[σύμφυτος]]», πάπ.)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br />β) το [[φυτό]] [[γλυκόριζα]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύμφυτα</i><br />οι φυσικές ιδιότητες ή ποιότητες<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμφυτον]] πνεῡμα» — ζωικό [[πνεύμα]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἐς τὸ [[σύμφυτον]]» — σύμφωνα με την [[φύση]]<br />γ) «[[σύμφυτος]] [[αἰών]]» — η [[φυσική]] [[ηλικία]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]]» — η [[φυσική]] [[αιτία]] έριδας στους ανθρώπους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «[[σύμφυτον]] ἐμποιῶ τινί τι» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμφυὲς με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «[[σύμφυτον]] πετραῑον» — [[είδος]] ποώδους φυτού (<b>Διοσκ.</b>). | |mltxt=-η, -ο / [[σύμφυτος]], -ον, ΝΑ [[συμφύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> [[έμφυτος]], [[συμφυής]], [[εγγενής]]<br /><b>2.</b> [[φυσικός]] («τὸ μιμεῑσθαι [[σύμφυτον]] τοῑς ἀνθρώποις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) [[συγγενής]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[σύμφυτο]]<br />α) η [[ιδιότητα]] του συμφυούς<br />β) <b>βοτ.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενικός]]<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> [[πυκνός]], [[δασώδης]]<br /><b>4.</b> (για αγρό) πλήρως καλλιεργημένος ή [[πυκνά]] φυτευμένος («ἀμπελὼν [[σύμφυτος]]», πάπ.)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br />β) το [[φυτό]] [[γλυκόριζα]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύμφυτα</i><br />οι φυσικές ιδιότητες ή ποιότητες<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμφυτον]] πνεῡμα» — ζωικό [[πνεύμα]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «ἐς τὸ [[σύμφυτον]]» — σύμφωνα με την [[φύση]]<br />γ) «[[σύμφυτος]] [[αἰών]]» — η [[φυσική]] [[ηλικία]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) «νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]]» — η [[φυσική]] [[αιτία]] έριδας στους ανθρώπους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «[[σύμφυτον]] ἐμποιῶ τινί τι» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] συμφυὲς με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «[[σύμφυτον]] πετραῑον» — [[είδος]] ποώδους φυτού (<b>Διοσκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύμφῠτος:''' -ον (συμφύομαι)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με κάποιον, εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[εγγενής]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], [[συμφυής]], αυτός που ενυπάρχει, σε Πίνδ., Πλάτ.· [[σύμφυτος]] [[αἰών]], η βιολογική μας [[ηλικία]], δηλ. η γεροντική, σε Αισχύλ.· νεικέων [[σύμφυτος]] [[τέκτων]], [[φυσικός]] [[πρωταίτιος]] της έριδας, δηλ. η [[αιτία]] για [[φιλονεικία]] που ενυπάρχει στο ανθρώπινο [[γένος]], στο ίδ.· ἐς τὸ [[σύμφυτον]], σύμφωνα με τη [[φύση]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[έμφυτος]], σε κάποιον, σε Λυσ. | |||
}} | }} |