συμφεύγω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφεύγω:''' (fut. συμφεύξομαι, aor. 2 συνέφυγον)<br /><b class="num">1)</b> вместе бежать (τινί Her. и [[σύν]] τινι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вместе находиться в изгнании: ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην Plat. (Херефонт) также подвергся тогда изгнанию;<br /><b class="num">3)</b> бежать, искать убежища (ἐν τὰς πόλεις Polyb.).
}}
}}