Anonymous

συμφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> εξορίζομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>3.</b> [[καταφεύγω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φεύγω]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> εξορίζομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>3.</b> [[καταφεύγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[φεύγω]], [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>σὺν φεύγουσι συμφεύγειν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> εξορίζομαι από κοινού ή ομαδικά, <i>ξυνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην</i>, συμμετέσχε σ' αυτήν την [[εξορία]], σε Πλάτ.
}}
}}