συνελευθερόω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ελευθερώνω]] από κοινού, [[ελευθερώνω]] από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβάλλω]] στην [[απελευθέρωση]], στον ίδ., Θουκ.
|lsmtext='''συνελευθερόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ελευθερώνω]] από κοινού, [[ελευθερώνω]] από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., [[συμβάλλω]] στην [[απελευθέρωση]], στον ίδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνελευθερόω:''' <b class="num">1)</b> вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> помогать освободиться (τινά τινος Her. и [[ἀπό]] τινος Plut.).
}}
}}