συνελευθερόω

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελευθερόω Medium diacritics: συνελευθερόω Low diacritics: συνελευθερόω Capitals: ΣΥΝΕΛΕΥΘΕΡΟΩ
Transliteration A: syneleutheróō Transliteration B: syneleutheroō Transliteration C: syneleftheroo Beta Code: suneleuqero/w

English (LSJ)

A join in freeing from, τινὰς τοῦ μουνάρχου Hdt.5.46; τὴν πόλιν ἀπ' Ἀθηνάων IG12(9).187.8 (Eretria, v B.C.).
2 abs., join in freeing, τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.157, cf. 51, Th.2.72, 6.56.

German (Pape)

[Seite 1014] mit, zugleich befreien, τινά τινος; Her. 5, 46. 7, 51. 157; Thuc. 2, 72. 6, 56, Ἑλλάδα, Dem. 59, 96.

French (Bailly abrégé)

συνελευθερῶ :
aider à s'affranchir de, gén. ou ἀπό τινος ; abs. aider à affranchir, acc..
Étymologie: σύν, ἐλευθερόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ελευθερόω, Att. ook ξυνελευθερόω helpen bevrijden; met acc. en gen. iem. van iem.. Hdt. 5.46.2.

Russian (Dvoretsky)

συνελευθερόω:
1 вместе освобождать, помогать освободить (τινα Her., Thuc.);
2 помогать освободиться (τινά τινος Her. и ἀπό τινος Plut.).

Greek Monotonic

συνελευθερόω: μέλ. -ώσω, ελευθερώνω από κοινού, ελευθερώνω από κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., συμβάλλω στην απελευθέρωση, στον ίδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευθερόω: ἀπὸ κοινοῦ ἐλευθερώνω ἀπό τινος, αὐτοὺς τοῦ μουνάρχου Ἡρόδ. 5. 42. 2) ἀπολ., ἐλευθερώνω ὁμοῦ, τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 51, 157, Θουκ. 2. 72.

Middle Liddell

fut. ώσω
to join in freeing from another, c. gen., Hdt.:—absol. to join in freeing, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

una in libertatem vindicare, to rescue together to freedom, 2.72.1, 3.13.1, 3.62.5, 6.56.3.