συνωφελέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ωφελώ]] ή [[ανακουφίζω]] από κοινού, <i>τινά</i>, σε Ξεν.· σπάνια, <i>τινί</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''συνωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ωφελώ]] ή [[ανακουφίζω]] από κοινού, <i>τινά</i>, σε Ξεν.· σπάνια, <i>τινί</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνωφελέω:''' приносить пользу, оказывать помощь, помогать (τινι Soph., чаще τινα Xen.): σ. τινα εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; συνωφελεῖσθαί τινα Lys. делиться с кем-л. выгодами.
}}
}}