συνωφελέω
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
join in aiding, αὑτούς X.Mem.3.5.16; τὴν γῆν Id.Oec. 18.2, etc.; τινὰ εἴς τι ib.2.14; rarely τινι, S.Ph.871: abs., to be of use or assist together, ἔν τισι Hp.Art.18, cf. Supp.Epigr.3.583.13 (Olbia, ii/iii A.D.); εἴς τι X.An.3.2.27:—Pass., derive profit together, Lys.12.93.
French (Bailly abrégé)
συνωφελῶ :
venir également ou en même temps en aide à : τινι ou τινα à qqn ; εἴς τι servir à qch.
Étymologie: σύν, ὠφελέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ωφελέω act. mede baten, mede van nut zijn (voor); met acc. of dat. (voor) iem.; met εἰς + inf. voor of bij iets:. εἰς τὸ μάχεσθαι bij het strijden Xen. An. 3.2.27. pass. mede voordeel hebben, in het voordeel delen. Lys. 12.93.
German (Pape)
mit, zugleich nützen; τινί, Soph. Phil. 859; gew. τινά, Xen. Mem. 3.5.16; συνωφελεῖ εἴς τι, es nützt zugleich zu Etwas, An. 3.2.27; med., Gegensatz συνδιαβάλλεσθαι, Lys. 12.93.
Russian (Dvoretsky)
συνωφελέω: приносить пользу, оказывать помощь, помогать (τινι Soph., чаще τινα Xen.): σ. τινα εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; συνωφελεῖσθαί τινα Lys. делиться с кем-л. выгодами.
Greek Monotonic
συνωφελέω: μέλ. -ήσω, ωφελώ ή ανακουφίζω από κοινού, τινά, σε Ξεν.· σπάνια, τινί, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωφελέω: ἀπὸ κοινοῦ ὠφελῶ, συμβοηθῶ, συνανακουφίζω, τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 16, Οἰκ. 18, 2, κτλ.· τινα εἴς τι αὐτόθι 2, 14· σπανιώτερον τινι, Σοφ. Φιλ. 871· ― ἀπολ., ὠφελῶ ἢ βοηθῶ ὁμοῦ, ἔν τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· εἴς τι Ξεν. Ἀν: 3. 2, 27. ― Παθ., ὁμοῦ ὠφελοῦμαι, κερδαίνω, Λυσί. 128. 40.
Middle Liddell
fut. ήσω
to join in aiding or relieving, τινά Xen.; rarely τινί, Soph.