συμμύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμύω:''' μέλ. <i>-μύσω</i>, [[κλείνω]] μαζί, [[κλείνω]] εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>συμμεμυκώς</i>, αυτός που έχει τα μάτια του [[κλειστά]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμμύω:''' μέλ. <i>-μύσω</i>, [[κλείνω]] μαζί, [[κλείνω]] εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>συμμεμυκώς</i>, αυτός που έχει τα μάτια του [[κλειστά]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμύω:''' <b class="num">1)</b> закрываться (σὺν δ᾽ ἕλκεα πάντα μέμυκε Hom.; [[ὅταν]] τὰ βλέφαρα συμμύσῃ Plat.);<br /><b class="num">2)</b> держать глаза закрытыми: [[κάτω]] συμμεμυκώς Plat. склонившись вниз с закрытыми глазами;<br /><b class="num">3)</b> держать рот закрытым, т. е. молчать: συμμύσαντες Polyb. безмолвные или молча.
}}
}}