Anonymous

συμμύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>(αμτβ.)</b> (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το [[στόμιο]] της μήτρας τών έγκυων [[γυναικών]] ή και για φυτά ή [[άνθη]]) [[κλείνω]] («τὰ [[κρίνα]] [[οὔπω]] ἀνεῳγότα ἀλλ' ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>μύω</i> «[[κλείνω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>(αμτβ.)</b> (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το [[στόμιο]] της μήτρας τών έγκυων [[γυναικών]] ή και για φυτά ή [[άνθη]]) [[κλείνω]] («τὰ [[κρίνα]] [[οὔπω]] ἀνεῳγότα ἀλλ' ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>μύω</i> «[[κλείνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμύω:''' μέλ. <i>-μύσω</i>, [[κλείνω]] μαζί, [[κλείνω]] εντελώς, είμαι εντελώς κλεισμένος, λέγεται για τραύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>συμμεμυκώς</i>, αυτός που έχει τα μάτια του [[κλειστά]], σε Πλάτ.
}}
}}