σφάγιος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφάγιος:''' -α, -ον ([[σφάζω]]), αυτός που σφαγιάζει, ο [[σφακτικός]], [[δολοφονικός]]· [[σφάγιος]] [[μόρος]], [[σφαγή]], [[φόνος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''σφάγιος:''' -α, -ον ([[σφάζω]]), αυτός που σφαγιάζει, ο [[σφακτικός]], [[δολοφονικός]]· [[σφάγιος]] [[μόρος]], [[σφαγή]], [[φόνος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφάγιος:''' (ᾰ) смертоносный, убийственный: σ. [[μόρος]] Soph. насильственная смерть.
}}
}}