Anonymous

σφάγιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σφαγή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σφαγή]]<br /><b>2.</b> [[φονικός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολέθριος]], [[θανατηφόρος]] («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφαγία</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφαγία<br />ἡ τῆς ιερουργίας [[ἡμέρα]]»<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σφάγιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάγιος]] [[μόρος]]» — [[σφαγή]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σφαγή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σφαγή]]<br /><b>2.</b> [[φονικός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολέθριος]], [[θανατηφόρος]] («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφαγία</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφαγία<br />ἡ τῆς ιερουργίας [[ἡμέρα]]»<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σφάγιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάγιος]] [[μόρος]]» — [[σφαγή]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφάγιος:''' -α, -ον ([[σφάζω]]), αυτός που σφαγιάζει, ο [[σφακτικός]], [[δολοφονικός]]· [[σφάγιος]] [[μόρος]], [[σφαγή]], [[φόνος]], σε Σοφ.
}}
}}