3,274,921
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωφρονικός:''' благоразумный, умеренный, сдержанный, уравновешенный, скромный Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый. | |||
}} | }} |