Anonymous

σωφρονικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> ο εκ φύσεως [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει [[σωφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωφρονικόν</i><br />η [[σωφροσύνη]], η [[φρονιμάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωφρονικῶς</i> Α<br />με [[σωφροσύνη]], με [[φρονιμάδα]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> ο εκ φύσεως [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει [[σωφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωφρονικόν</i><br />η [[σωφροσύνη]], η [[φρονιμάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωφρονικῶς</i> Α<br />με [[σωφροσύνη]], με [[φρονιμάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}