τειχεσιπλήτης: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχεσιπλήτης:''' ου ὁ [[πελάζω]] (только voc. τειχεσιπλῆτα) подступающий к стенам, т. е. разрушитель городских стен (эпитет Арея) Hom.
}}
}}