Anonymous

τειχεσιπλήτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλητ</i>-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>πελᾶ</i>- του [[πέλας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλητ</i>-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>πελᾶ</i>- του [[πέλας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}