σωματόω: Difference between revisions

4b
(6_1)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωματόω''': ([[σῶμα]]) σωματοποιῶ, Γεώργ. Πισίδ. ἐν Ἑξαημ. 1243. - Παθ., σωματοποιοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4. 20., 2. 6. 35. περὶ Αἰσθ. 5, 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 14.
|lstext='''σωματόω''': ([[σῶμα]]) σωματοποιῶ, Γεώργ. Πισίδ. ἐν Ἑξαημ. 1243. - Παθ., σωματοποιοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4. 20., 2. 6. 35. περὶ Αἰσθ. 5, 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 14.
}}
{{elru
|elrutext='''σωμᾰτόω:''' <b class="num">1)</b> делать телесным, вещественным, pass. становиться вещественным (ἡ [[ὕλη]] σεσωμάτωται, ὁ δὲ [[τόπος]] οὐ σεσωμάτωται Sext.);<br /><b class="num">2)</b> делать плотным, уплотнять, сгущать (τὸ πεπεμμένον σεσωμάτωται Arst.).
}}
}}