τηλύγετος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλύγετος:''' [ῠ], -η, -ον, [[μοναχοπαίδι]], αγαπημένο [[παιδί]], σε Όμηρ.· μια [[φορά]] λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. [[τηλύγετος]] χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], που ζει [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], όπως αν ήταν [[σύνθετο]] από το [[τῆλυ]] (= [[τῆλε]]), και το [[γενέσθαι]]· [[αλλά]] η ομηρ. [[ερμηνεία]] αντιτίθεται προς αυτήν την [[ετυμολογία]]· και η προέλ. παραμένει αμφίβ.
|lsmtext='''τηλύγετος:''' [ῠ], -η, -ον, [[μοναχοπαίδι]], αγαπημένο [[παιδί]], σε Όμηρ.· μια [[φορά]] λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. [[τηλύγετος]] χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], που ζει [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], όπως αν ήταν [[σύνθετο]] από το [[τῆλυ]] (= [[τῆλε]]), και το [[γενέσθαι]]· [[αλλά]] η ομηρ. [[ερμηνεία]] αντιτίθεται προς αυτήν την [[ετυμολογία]]· και η προέλ. παραμένει αμφίβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλύγετος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> нежно любимый ([[παῖς]] Hom., HH);<br /><b class="num">2)</b> избалованный, изнеженный Hom.;<br /><b class="num">3)</b> далекий, дальний (χθονὸς ἀπὸ πατρίδος Eur.).
}}
}}