3,276,932
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τηλύγετος:''' [ῠ], -η, -ον, [[μοναχοπαίδι]], αγαπημένο [[παιδί]], σε Όμηρ.· μια [[φορά]] λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. [[τηλύγετος]] χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], που ζει [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], όπως αν ήταν [[σύνθετο]] από το [[τῆλυ]] (= [[τῆλε]]), και το [[γενέσθαι]]· [[αλλά]] η ομηρ. [[ερμηνεία]] αντιτίθεται προς αυτήν την [[ετυμολογία]]· και η προέλ. παραμένει αμφίβ. | |lsmtext='''τηλύγετος:''' [ῠ], -η, -ον, [[μοναχοπαίδι]], αγαπημένο [[παιδί]], σε Όμηρ.· μια [[φορά]] λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. [[τηλύγετος]] χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], που ζει [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], όπως αν ήταν [[σύνθετο]] από το [[τῆλυ]] (= [[τῆλε]]), και το [[γενέσθαι]]· [[αλλά]] η ομηρ. [[ερμηνεία]] αντιτίθεται προς αυτήν την [[ετυμολογία]]· και η προέλ. παραμένει αμφίβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηλύγετος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> нежно любимый ([[παῖς]] Hom., HH);<br /><b class="num">2)</b> избалованный, изнеженный Hom.;<br /><b class="num">3)</b> далекий, дальний (χθονὸς ἀπὸ πατρίδος Eur.). | |||
}} | }} |