τριόρχης: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τριόρχης:''' -ου, ὁ ([[ὄρχις]]), αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο [[γύπας]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐόρχης:''' ου adj. m [[ὄρχις]] похотливый Polyb.<br /><b class="num">[[τριόρχης]]:</b> ου ὁ предполож. сарыч (Falco [[buteo]]) Arph., Arst.
}}
}}