τριβή: Difference between revisions

1,724 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐβή:''' ἡ ([[τρίβω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριβή]], [[φθορά]], [[καταστροφή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άσκηση]], αντίθ. προς τη [[θεωρία]], σε Ξεν.· επίσης, απλή [[άσκηση]] ή [[ενέργεια]], [[μηχανική]] και [[συνήθης]] [[ενέργεια]], αντίθ. προς την αληθινή [[τέχνη]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό για το οποίο [[κάποιος]] φροντίζει, ασχολείται και ανησυχεί, [[αντικείμενο]] φροντίδας, μέριμνας, αγάπης, Λατ. [[cura]], σε Αισχύλ. <b>IV.1.</b> λέγεται για τον χρόνο, [[δαπάνη]], [[ξόδεμα]] χρόνου, σε Σοφ., Πλάτ.· ἀξίαντριβὴν [[ἔχει]], ο [[χρόνος]] δαπανήθηκε [[καλώς]], σε Αισχύλ.· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]], [[ζωή]] την οποία διέρχεται [[κάποιος]] με [[ευχαρίστηση]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[βραδύτητα]], [[αναβολή]], <i>ἐς τριβὰς ἐλᾶν</i>, να ζητάς αναβολές, σε Σοφ.· <i>τριβὰς πορίζειν</i>, σε Αριστοφ.· και παραλειπομένου του ρήματος, μὴτριβὰς [[ἔτι]], [[χωρίς]] αναβολές [[πλέον]], σε Σοφ.
|lsmtext='''τρῐβή:''' ἡ ([[τρίβω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριβή]], [[φθορά]], [[καταστροφή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άσκηση]], αντίθ. προς τη [[θεωρία]], σε Ξεν.· επίσης, απλή [[άσκηση]] ή [[ενέργεια]], [[μηχανική]] και [[συνήθης]] [[ενέργεια]], αντίθ. προς την αληθινή [[τέχνη]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό για το οποίο [[κάποιος]] φροντίζει, ασχολείται και ανησυχεί, [[αντικείμενο]] φροντίδας, μέριμνας, αγάπης, Λατ. [[cura]], σε Αισχύλ. <b>IV.1.</b> λέγεται για τον χρόνο, [[δαπάνη]], [[ξόδεμα]] χρόνου, σε Σοφ., Πλάτ.· ἀξίαντριβὴν [[ἔχει]], ο [[χρόνος]] δαπανήθηκε [[καλώς]], σε Αισχύλ.· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]], [[ζωή]] την οποία διέρχεται [[κάποιος]] με [[ευχαρίστηση]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[βραδύτητα]], [[αναβολή]], <i>ἐς τριβὰς ἐλᾶν</i>, να ζητάς αναβολές, σε Σοφ.· <i>τριβὰς πορίζειν</i>, σε Αριστοφ.· και παραλειπομένου του ρήματος, μὴτριβὰς [[ἔτι]], [[χωρίς]] αναβολές [[πλέον]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐβή:''' дор. [[τριβά|τρῐβά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> расточение, уничтожение, истребление (βίου, κτεάνων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> упражнение, тж. практика, опыт, навык: διὰ τὴν τριβὴν [[ἱκανός]] Xen. искусный благодаря опыту, опытный; [[ἄτεχνος]] τ. Plat. лишенная искусства, т. е. механическая практика, рутина; τριβὴν ἐν τοῖς πολεμικρῖς ἔχειν Polyb. обладать опытом в военном деле; τὴν πολιμικὴν ἀρετὴν ἐν τριβῇ ἔχειν Plut. упражнять (свое) воинское мастерство;<br /><b class="num">3)</b> предмет заботы, забота: ἡ ἐμῆς ψυχῆς τ. Aesch. предмет моих душевных забот;<br /><b class="num">4)</b> откладывание, отсрочка, задержка: ἐγίνετο τ. τοῦ χρόνου Plut. вышла затяжка во времени; οὐ μακροῦ χρόνου τ. Soph. короткое время; μή τριβὰς [[ἔτι]]! Soph. довольно проволочек!; ἐς τριβὰς ἐλᾶν Soph. искать отсрочек, тянуть (с ответом); τριβὴν λαμβάνειν Polyb. затягиваться, тянуться;<br /><b class="num">5)</b> времяпрепровождение Aesch.: οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν τριβὴν (ὁ [[βίος]]) Arph. не лишенная приятности жизнь.
}}
}}