Anonymous

τριβή: Difference between revisions

From LSJ
1,551 bytes added ,  31 December 2018
6
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τρίβω]]<br /><b>1.</b> το να τρίβει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] ή το να τρίβεται [[κανείς]] από κάποιον ή από [[κάτι]] (α. «με την [[τριβή]] αναπτύσσεται [[θερμότητα]]» β. «[[τύλη]] δ' ἐκαλεῑτο ἡ ἐπὶ τοῖς τραχήλοις αὐτῶν ὑπὸ τῶν ἀχθῶν γινομένη [[τριβή]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[φθορά]] που προέρχεται από τη [[χρήση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b><br />η [[εμπειρία]] που αποκτάται από τη συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η [[δύναμη]] που ασκείται σε ένα [[σώμα]] παράλληλα με την [[επιφάνεια]] [[επαφής]] του με ένα [[άλλο]] [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τριβή]] κυλίσεως»<br /><b>φυσ.</b> η [[τριβή]] που ασκείται [[μεταξύ]] τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα [[σώμα]] κυλίεται [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] του άλλου<br />β) «[[τριβή]] ολισθήσεως»<br /><b>φυσ.</b> η [[τριβή]] που ασκείται [[μεταξύ]] τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα [[σώμα]] ολισθαίνει [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br />γ) «εσωτερική [[τριβή]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> η [[αντίσταση]] την οποία παρουσιάζει ένα ρευστό στη [[μετακίνηση]] ενός μέρους του σε [[σχέση]] με ένα [[άλλο]] [[μέρος]] του, αλλ. ιξώδες<br />δ) «[[συντελεστής]] τριβής»<br /><b>φυσ.</b> ο [[σταθερός]] [[λόγος]] της δύναμης τριβής ολίσθησης [[προς]] τη [[δύναμη]] που ενεργεί [[κάθετα]] [[προς]] την τριβόμενη [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απλή [[άσκηση]] ή [[ενασχόληση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την αληθινή [[τέχνη]] («μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ 'ἀλλὰ τέχνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο φροντίζει και ανησυχεί [[κάποιος]], [[αντικείμενο]] φροντίδας ή αγάπης («φίλον... Ὀρέστην,τῆς ἐμῆς ψυχῆς [[τριβήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δαπάνη]] χρόνου («[[βίος]]... οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναβολή]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]] («θεωροῡντες δὲ τὸν πόλεμον αὐτοῑς τριβὴν λαμβάνοντα», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τρίβω]]<br /><b>1.</b> το να τρίβει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] ή το να τρίβεται [[κανείς]] από κάποιον ή από [[κάτι]] (α. «με την [[τριβή]] αναπτύσσεται [[θερμότητα]]» β. «[[τύλη]] δ' ἐκαλεῑτο ἡ ἐπὶ τοῖς τραχήλοις αὐτῶν ὑπὸ τῶν ἀχθῶν γινομένη [[τριβή]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[φθορά]] που προέρχεται από τη [[χρήση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b><br />η [[εμπειρία]] που αποκτάται από τη συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η [[δύναμη]] που ασκείται σε ένα [[σώμα]] παράλληλα με την [[επιφάνεια]] [[επαφής]] του με ένα [[άλλο]] [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τριβή]] κυλίσεως»<br /><b>φυσ.</b> η [[τριβή]] που ασκείται [[μεταξύ]] τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα [[σώμα]] κυλίεται [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] του άλλου<br />β) «[[τριβή]] ολισθήσεως»<br /><b>φυσ.</b> η [[τριβή]] που ασκείται [[μεταξύ]] τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα [[σώμα]] ολισθαίνει [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br />γ) «εσωτερική [[τριβή]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> η [[αντίσταση]] την οποία παρουσιάζει ένα ρευστό στη [[μετακίνηση]] ενός μέρους του σε [[σχέση]] με ένα [[άλλο]] [[μέρος]] του, αλλ. ιξώδες<br />δ) «[[συντελεστής]] τριβής»<br /><b>φυσ.</b> ο [[σταθερός]] [[λόγος]] της δύναμης τριβής ολίσθησης [[προς]] τη [[δύναμη]] που ενεργεί [[κάθετα]] [[προς]] την τριβόμενη [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απλή [[άσκηση]] ή [[ενασχόληση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την αληθινή [[τέχνη]] («μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ 'ἀλλὰ τέχνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο φροντίζει και ανησυχεί [[κάποιος]], [[αντικείμενο]] φροντίδας ή αγάπης («φίλον... Ὀρέστην,τῆς ἐμῆς ψυχῆς [[τριβήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δαπάνη]] χρόνου («[[βίος]]... οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναβολή]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]] («θεωροῡντες δὲ τὸν πόλεμον αὐτοῑς τριβὴν λαμβάνοντα», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐβή:''' ἡ ([[τρίβω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριβή]], [[φθορά]], [[καταστροφή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άσκηση]], αντίθ. προς τη [[θεωρία]], σε Ξεν.· επίσης, απλή [[άσκηση]] ή [[ενέργεια]], [[μηχανική]] και [[συνήθης]] [[ενέργεια]], αντίθ. προς την αληθινή [[τέχνη]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτό για το οποίο [[κάποιος]] φροντίζει, ασχολείται και ανησυχεί, [[αντικείμενο]] φροντίδας, μέριμνας, αγάπης, Λατ. [[cura]], σε Αισχύλ. <b>IV.1.</b> λέγεται για τον χρόνο, [[δαπάνη]], [[ξόδεμα]] χρόνου, σε Σοφ., Πλάτ.· ἀξίαντριβὴν [[ἔχει]], ο [[χρόνος]] δαπανήθηκε [[καλώς]], σε Αισχύλ.· [[βίος]] οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]], [[ζωή]] την οποία διέρχεται [[κάποιος]] με [[ευχαρίστηση]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[βραδύτητα]], [[αναβολή]], <i>ἐς τριβὰς ἐλᾶν</i>, να ζητάς αναβολές, σε Σοφ.· <i>τριβὰς πορίζειν</i>, σε Αριστοφ.· και παραλειπομένου του ρήματος, μὴτριβὰς [[ἔτι]], [[χωρίς]] αναβολές [[πλέον]], σε Σοφ.
}}
}}