3,273,153
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρόπος:''' ὁ ([[τρέπω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[διεύθυνση]], [[τρόπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τρόπος]], [[συμπεριφορά]], [[μέθοδος]], <i>τρόπῳ τοιῷδε</i>, κατά τέτοιο τρόπο, σε Ηρόδ.· <i>τίνι τρόπῳ;</i> Λατ. [[quomodo]]? με ποιο τρόπο; σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ποίῳ τρόπῳ;</i> στον ίδ.· [[ἑνί]] γε τῷ τρόπῳ, με τον ένα τρόπο ή τον [[άλλο]], κατά κάποιο τρόπο, σε Αριστοφ.· <i>παντὶ τρόπῳ</i>, με [[κάθε]] τρόπο, σε Αισχύλ.· <i>οὐδενὶ τρόπῳ</i>, <i>μηδενὶ τρόπῳ</i>, με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ., <i>τρόποισι ποίοις;</i> σε Σοφ.· <i>ναυκλήρου τρόποις</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. στην αιτ., [[τίνα]] τρόπον; πώς; σε Αριστοφ.· <i>τρόπον τινά</i>, κατά κάποιον τρόπο, σε Ευρ.· <i>οὐδένα</i>, <i>μηδένα τρόπον</i>, σε Ξεν.· <i>πίτυος τρόπον</i>, σύμφωνα με τον τρόπο ενός πεύκου, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>κεχώρισται τοὺς τρόπους</i>, με τους τρόπους του, στον ίδ.· <i>πάντας τρόπους</i>, με όλους τους τρόπους, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με προθ., <i>γυναικὸς ἐν τρόποις</i>, <i>ἐν τρόποις Ἰξίονος</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐς ὄρνιθος τρόποις</i>, σε Λουκ.· <i>κατὰ πάντα τρόπον</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κατὰ πάντας τρόπους</i>, στον ίδ.· <i>κατὰ τρόπον</i> απόλ., αρμοδίως, [[προσηκόντως]], Λατ. [[rite]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[τρόπος]] ζωής, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Πίνδ.· <i>μῶνἡλιαστά;</i> — Απαντ. μἀλλὰ [[θατέρου]] τρόπου, Είσαι Ηλιαστής; — Όχι, [[αλλά]] από το [[άλλο]] είδος, σε Αριστοφ.· ο [[χαρακτήρας]] του ανθρώπου, η διάθεσή του, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, ήσυχης διάθεσης, σε Ηρόδ.· οὐ [[τοὐμοῦ]] τρόπον, όχι της προτίμησής μου, σε Αριστοφ.· <i>πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου</i>, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., τρόποι, συνήθειες, <i>σκληρὸς τοὺς τρόπους</i>, σε Αριστοφ.· <i>ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> στη Μουσική, [[τρόπος]] [[Λύδιος]], σε Πίνδ.· ᾠδῆς [[τρόπος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> λέγεται στη [[συγγραφή]] ή [[ομιλία]], [[τρόπος]], ύφος, σε Ισοκρ.· [[αλλά]] στη Ρητορική, τρόποι έκφρασης και ρητορικά σχήματα, σε Κικ. | |lsmtext='''τρόπος:''' ὁ ([[τρέπω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[διεύθυνση]], [[τρόπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τρόπος]], [[συμπεριφορά]], [[μέθοδος]], <i>τρόπῳ τοιῷδε</i>, κατά τέτοιο τρόπο, σε Ηρόδ.· <i>τίνι τρόπῳ;</i> Λατ. [[quomodo]]? με ποιο τρόπο; σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ποίῳ τρόπῳ;</i> στον ίδ.· [[ἑνί]] γε τῷ τρόπῳ, με τον ένα τρόπο ή τον [[άλλο]], κατά κάποιο τρόπο, σε Αριστοφ.· <i>παντὶ τρόπῳ</i>, με [[κάθε]] τρόπο, σε Αισχύλ.· <i>οὐδενὶ τρόπῳ</i>, <i>μηδενὶ τρόπῳ</i>, με κανέναν τρόπο, [[καθόλου]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ., <i>τρόποισι ποίοις;</i> σε Σοφ.· <i>ναυκλήρου τρόποις</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ. στην αιτ., [[τίνα]] τρόπον; πώς; σε Αριστοφ.· <i>τρόπον τινά</i>, κατά κάποιον τρόπο, σε Ευρ.· <i>οὐδένα</i>, <i>μηδένα τρόπον</i>, σε Ξεν.· <i>πίτυος τρόπον</i>, σύμφωνα με τον τρόπο ενός πεύκου, σε Ηρόδ.· στον πληθ., <i>κεχώρισται τοὺς τρόπους</i>, με τους τρόπους του, στον ίδ.· <i>πάντας τρόπους</i>, με όλους τους τρόπους, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με προθ., <i>γυναικὸς ἐν τρόποις</i>, <i>ἐν τρόποις Ἰξίονος</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐς ὄρνιθος τρόποις</i>, σε Λουκ.· <i>κατὰ πάντα τρόπον</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κατὰ πάντας τρόπους</i>, στον ίδ.· <i>κατὰ τρόπον</i> απόλ., αρμοδίως, [[προσηκόντως]], Λατ. [[rite]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[τρόπος]] ζωής, [[συνήθεια]], [[έθιμο]], σε Πίνδ.· <i>μῶνἡλιαστά;</i> — Απαντ. μἀλλὰ [[θατέρου]] τρόπου, Είσαι Ηλιαστής; — Όχι, [[αλλά]] από το [[άλλο]] είδος, σε Αριστοφ.· ο [[χαρακτήρας]] του ανθρώπου, η διάθεσή του, <i>τρόπου ἡσυχίου</i>, ήσυχης διάθεσης, σε Ηρόδ.· οὐ [[τοὐμοῦ]] τρόπον, όχι της προτίμησής μου, σε Αριστοφ.· <i>πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου</i>, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., τρόποι, συνήθειες, <i>σκληρὸς τοὺς τρόπους</i>, σε Αριστοφ.· <i>ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> στη Μουσική, [[τρόπος]] [[Λύδιος]], σε Πίνδ.· ᾠδῆς [[τρόπος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> λέγεται στη [[συγγραφή]] ή [[ομιλία]], [[τρόπος]], ύφος, σε Ισοκρ.· [[αλλά]] στη Ρητορική, τρόποι έκφρασης και ρητορικά σχήματα, σε Κικ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρόπος:''' ὁ [[τρέπω]]<br /><b class="num">1)</b> направление: παντοίους τρόπους ἔχειν Her. идти во всевозможных направлениях; πάντα τρόπον Her. по всем направлениям;<br /><b class="num">2)</b> способ, образ, манера, лад (ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и [[τίνα]] τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.): [[θατέρου]] τρόπου Arph. противоположным образом, напротив; παντὶ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. всеми способами, всячески; καινὸν τρόπον Arph. по-новому; χαλκοῦ τρόπον Aesch. словно медь; εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. таким же образом; ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. обычным образом; κατὰ τρόπον Plat. надлежащим образом (ср. 4); ἀπὸ τρόπου Plat. неподобающим образом, некстати; ὁ τ. τῆς λέξεως Plat. манера изъясняться, стиль речи;<br /><b class="num">3)</b> характер, нрав (τ. [[ἀφιλάργυρος]] NT): οὐ [[τοὐμοῦ]] τρόπου Plat. (это) не по мне; πρὸς τρόπου Plat. по нраву (по вкусу); οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. не в характере Кира было …;<br /><b class="num">4)</b> обычай, обыкновение: παρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. против чьего-л. обыкновения; κατὰ τρόπον Plat. по обыкновению (ср. 2); [[ὥσπερ]] τ. ἦν αὐτοῖς Xen. в соответствии с их обыкновением;<br /><b class="num">5)</b> pl. образ действия, поведение Her.: οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. не одобрять чьего-л. образа действий;<br /><b class="num">6)</b> муз. тонация, лад (τ. [[Λύδιος]] Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.);<br /><b class="num">7)</b> рит. оборот (речи), троп;<br /><b class="num">8)</b> лог. форма силлогизма, фигура или модус Arst., Diog. L. | |||
}} | }} |