ὑπερήνωρ: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ, -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[υπερφίαλος]], ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], σε Ησίοδ., Ευρ.
|lsmtext='''ὑπερήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ, -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[υπερφίαλος]], ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], σε Ησίοδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερήνωρ:''' дор. [[ὑπεράνωρ]], ορος (ᾱ) adj. не знающий удержу, разнузданный Hes., Eur.
}}
}}