3,241,197
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ, -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[υπερφίαλος]], ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], σε Ησίοδ., Ευρ. | |lsmtext='''ὑπερήνωρ:''' Δωρ. -άνωρ, -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]), [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[υπερφίαλος]], ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], σε Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερήνωρ:''' дор. [[ὑπεράνωρ]], ορος (ᾱ) adj. не знающий удержу, разнузданный Hes., Eur. | |||
}} | }} |