ὑποβαίνω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[πηγαίνω]] ή [[στέκομαι]] [[κάτω]] από· μεταφ., [[τεσσεράκοντα]] [[πόδας]] ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (<i>πυραμίδος</i>) τὠυτὸ [[μέγαθος]], κτίζοντάς την [[σαράντα]] πόδια χαμηλότερη από την [[άλλη]] [[πυραμίδα]], δηλ. την έκτισε 40 πόδια χαμηλότερη, σε Ηρόδ.· <i>μικρὸν ὑποβάς</i>, λίγο [[παρακάτω]] (σε [[βιβλίο]]), σε Στράβ.
|lsmtext='''ὑποβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[πηγαίνω]] ή [[στέκομαι]] [[κάτω]] από· μεταφ., [[τεσσεράκοντα]] [[πόδας]] ὑποβὰς τῆς ἑτέρης (<i>πυραμίδος</i>) τὠυτὸ [[μέγαθος]], κτίζοντάς την [[σαράντα]] πόδια χαμηλότερη από την [[άλλη]] [[πυραμίδα]], δηλ. την έκτισε 40 πόδια χαμηλότερη, σε Ηρόδ.· <i>μικρὸν ὑποβάς</i>, λίγο [[παρακάτω]] (σε [[βιβλίο]]), σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποβαίνω:''' <b class="num">1)</b> сходить, спускаться ниже: [[τεσσαράκοντα]] πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης Her. спустившись на 40 футов ниже другой (пирамиды), т. е. построив ее на более низком уровне; [[καθάπερ]] ὑποβέβηκεν τὸ [[τίμημα]] Plut. по мере снижения оценки (имущества), т. е. сообразно с имущественным цензом;<br /><b class="num">2)</b> находиться внизу: οἱ ὑποβεβηκότες ἀριθμοί Sext. числа нижнего ряда;<br /><b class="num">3)</b> (о море) отливать, убывать Plut.
}}
}}