ὑπόρνυμι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ξεσηκώνω]], [[αφυπνίζω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]] ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τέτοια ήταν η [[δύναμη]] της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι [[κρυφά]] ή σταδιακά, στο ίδ.
|lsmtext='''ὑπόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ξεσηκώνω]], [[αφυπνίζω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]] ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τέτοια ήταν η [[δύναμη]] της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι [[κρυφά]] ή σταδιακά, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόρνῡμι:''' преимущ. in tmesi мало-помалу или тайно возбуждать (πᾶσιν ὑφ᾽ [[ἵμερον]] [[ὦρσε]] γόοιο Hom.): [[τοῖον]] γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]] Hom. к этому побудила (своими песнями) Муза; πολὺς δ᾽ ὑπὸ [[κόμπος]] [[ὀρώρει]] Hom. поднялся сильный шум.
}}
}}