Anonymous

ὑπόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διεγείρω]], [[υποκινώ]] λίγο ή [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνυμι]] «[[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]»].
|mltxt=Α<br />[[διεγείρω]], [[υποκινώ]] λίγο ή [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνυμι]] «[[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ξεσηκώνω]], [[αφυπνίζω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]] ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τέτοια ήταν η [[δύναμη]] της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι [[κρυφά]] ή σταδιακά, στο ίδ.
}}
}}