ὑπηνέμιος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπηνέμιος:''' Δωρ. -ᾱνέμιος, -ον ([[ἄνεμος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σηκωθεί ή έχει μεταφερθεί με τον αέρα, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμάτος]] άνεμο, ὑπηνέμιον [[ᾠόν]], κλούβιο [[αυγό]], που δεν παράγει νεοσσούς, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μάταιος]], [[άσκοπος]], [[κενός]], σε Λουκ.· λέγεται για ανθρώπους, [[καυχησιάρης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπηνέμιος:''' Δωρ. -ᾱνέμιος, -ον ([[ἄνεμος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σηκωθεί ή έχει μεταφερθεί με τον αέρα, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμάτος]] άνεμο, ὑπηνέμιον [[ᾠόν]], κλούβιο [[αυγό]], που δεν παράγει νεοσσούς, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μάταιος]], [[άσκοπος]], [[κενός]], σε Λουκ.· λέγεται για ανθρώπους, [[καυχησιάρης]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπηνέμιος:''' дор. [[ὑπανέμιος|ὑπᾱνέμιος]] 2<br /><b class="num">1)</b> легкий как ветер или уносимый ветром (οἱ κάνθαροι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> рожденный без оплодотворения ([[κύημα]] Arst.; [[Ἣφαιστος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> неплодный ([[ᾠόν]] Arph., Arst.);<br /><b class="num">4)</b> ветреный, легкомысленный, тщеславный (ἄνθρωποι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> легковесный, пустой (ὄνειροι, [[λόγος]] Plut.; [[πλοῦτος]] Luc.).
}}
}}