Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπηνέμιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο<br /><b>4.</b> [[γεμάτος]] αέρα («ὑπηνέμια ὠά»<br />i) άγονα αβγά<br />ii) κλούβια αβγά, <b>Πλάτ.</b>, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς [[ὑπηνέμιος]]», <b>Νόνν.</b><br />β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[κούφιος]], [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />γ) (για πράγμ. και καταστάσεις) [[κενός]], [[μάταιος]], [[αναποτελεσματικός]] («[[πάντα]] ἐκεῑνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηνέμιον [[κύημα]]» και «λοχεῑαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — [[ψευδής]] [[εγκυμοσύνη]], [[ανεμογγάστρι]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το [[αβγό]] που γέννησε η Νύκτα μόνη της, [[χωρίς]] σπόρο (<b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) «[[ὑπηνέμιος]] παῑς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα [[χωρίς]] αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=και δωρ. τ. ὑπανέμιος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον φέρεσθαι παρασκευάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο<br /><b>4.</b> [[γεμάτος]] αέρα («ὑπηνέμια ὠά»<br />i) άγονα αβγά<br />ii) κλούβια αβγά, <b>Πλάτ.</b>, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) γρήγορος σαν τον άνεμο (α. «ποὺς [[ὑπηνέμιος]]», <b>Νόνν.</b><br />β. «φυγαῑς ἀπαύστοις ἀνθρώπων ὑπηνεμίων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[κούφιος]], [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br />γ) (για πράγμ. και καταστάσεις) [[κενός]], [[μάταιος]], [[αναποτελεσματικός]] («[[πάντα]] ἐκεῑνα ὑπηνέμια ὀνείρατα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηνέμιον [[κύημα]]» και «λοχεῑαι καὶ ὠδῑνες ὑπηνέμιοι» — [[ψευδής]] [[εγκυμοσύνη]], [[ανεμογγάστρι]] (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «ὑπηνέμιον ὠόν» — το [[αβγό]] που γέννησε η Νύκτα μόνη της, [[χωρίς]] σπόρο (<b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) «[[ὑπηνέμιος]] παῑς» — ο Ήφαιστος, που γεννήθηκε από την Ήρα [[χωρίς]] αυτή να συνευρεθεί με κανέναν (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνεμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπηνέμιος:''' Δωρ. -ᾱνέμιος, -ον ([[ἄνεμος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει σηκωθεί ή έχει μεταφερθεί με τον αέρα, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[γεμάτος]] άνεμο, ὑπηνέμιον [[ᾠόν]], κλούβιο [[αυγό]], που δεν παράγει νεοσσούς, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μάταιος]], [[άσκοπος]], [[κενός]], σε Λουκ.· λέγεται για ανθρώπους, [[καυχησιάρης]], σε Πλούτ.
}}
}}