ὑποπτήσσω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ζαρώνω]] από φόβο ή [[ριγώ]] από φόβο και κρύβομαι [[κάτω]] από, όπως σε λαγούς ή πουλιά, πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Επικ. μτχ. παρακ. αντί <i>ὑποπεπτηκότες</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποπτήξας τάφῳ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]], [[υποκλίνομαι]] σε, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· επίσης, [[ὑποπτήσσω]] τινά, σε Αισχύλ., Ξεν.· απόλ., είμαι [[μετριοπαθής]], συγκρατημένος ή [[δειλός]], [[άτολμος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ζαρώνω]] από φόβο ή [[ριγώ]] από φόβο και κρύβομαι [[κάτω]] από, όπως σε λαγούς ή πουλιά, πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Επικ. μτχ. παρακ. αντί <i>ὑποπεπτηκότες</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποπτήξας τάφῳ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]], [[υποκλίνομαι]] σε, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· επίσης, [[ὑποπτήσσω]] τινά, σε Αισχύλ., Ξεν.· απόλ., είμαι [[μετριοπαθής]], συγκρατημένος ή [[δειλός]], [[άτολμος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποπτήσσω:''' <b class="num">1)</b> наклоняться, приседать: νεοσσοὶ πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (= ὑποπεπτηκότες) Hom. притаившиеся в листьях птенцы; ὑποπτήξας σιωπῇ Eur. съежившись и безмолвно;<br /><b class="num">2)</b> бояться, робеть, смущаться: ὑ. τινί Xen., Plut. и τινά (τι) Aesch., Aeschin. робеть перед кем(чем)-л.; [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Xen. нисколько не смущаясь.
}}
}}