Anonymous

ὑποπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]] από φόβο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] από φόβο ή [[ντροπή]]<br />β) [[χάνω]] το [[θάρρος]] μου [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υποχωρώ]] και υποτάσσομαι σε κάποιον<br />γ) [[δείχνω]] [[ευλάβεια]] και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]] «μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] από φόβο»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]] από φόβο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[επιφυλακτικός]] από φόβο ή [[ντροπή]]<br />β) [[χάνω]] το [[θάρρος]] μου [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υποχωρώ]] και υποτάσσομαι σε κάποιον<br />γ) [[δείχνω]] [[ευλάβεια]] και σεβασμό σε κάποιον («μή τί σοι δοκῶ ταρβεῑν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]] «μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] από φόβο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ζαρώνω]] από φόβο ή [[ριγώ]] από φόβο και κρύβομαι [[κάτω]] από, όπως σε λαγούς ή πουλιά, πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Επικ. μτχ. παρακ. αντί <i>ὑποπεπτηκότες</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑποπτήξας τάφῳ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]], [[υποκλίνομαι]] σε, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· επίσης, [[ὑποπτήσσω]] τινά, σε Αισχύλ., Ξεν.· απόλ., είμαι [[μετριοπαθής]], συγκρατημένος ή [[δειλός]], [[άτολμος]], σε Ξεν.
}}
}}