φθονερός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φθονερός:''' -ά, -όν ([[φθόνος]]), [[κακός]], ζηλιάρης, [[μνησίκακος]], λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. <i>φθονερῶς ἔχειν</i>, προδιαθετειμένος με [[κακία]], σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''φθονερός:''' -ά, -όν ([[φθόνος]]), [[κακός]], ζηλιάρης, [[μνησίκακος]], λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. <i>φθονερῶς ἔχειν</i>, προδιαθετειμένος με [[κακία]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φθονερός:''' завистливый, недоброжелательный (γείτονες, γνῶμαι Pind.; τὸ [[θεῖον]] Her.): φθονερὰ γλώσσας ὀδύνα Soph. завистливо-желчная речь; φθονερὸν [[ἄλγος]] Aesch. жгучая вражда.
}}
}}