3,274,216
edits
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φθονερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και φτονερός, -ή, -ό, Ν<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για αισθήματα) [[δυσμενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών θεών οι οποίοι, σύμφωνα με την [[παράδοση]], φθονούσαν εκείνους που έκαναν κακή [[χρήση]] τών θεϊκών δώρων ή εκείνους που ήταν υπερβολικά ευτυχισμένοι («ἐπιστάμενόν με τὸ θεῑον πᾱν ἐὸν φθονερόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[κακότροπος]], [[ατίθασος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φθονερώς]] / <i>φθονερῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φθονερά</i> Ν<br />με φθόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[φθονερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και φτονερός, -ή, -ό, Ν<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για αισθήματα) [[δυσμενής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών θεών οι οποίοι, σύμφωνα με την [[παράδοση]], φθονούσαν εκείνους που έκαναν κακή [[χρήση]] τών θεϊκών δώρων ή εκείνους που ήταν υπερβολικά ευτυχισμένοι («ἐπιστάμενόν με τὸ θεῑον πᾱν ἐὸν φθονερόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[κακότροπος]], [[ατίθασος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φθονερώς]] / <i>φθονερῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>φθονερά</i> Ν<br />με φθόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φθονερός:''' -ά, -όν ([[φθόνος]]), [[κακός]], ζηλιάρης, [[μνησίκακος]], λέγεται για ανθρώπους, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ. <i>φθονερῶς ἔχειν</i>, προδιαθετειμένος με [[κακία]], σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |