3,274,522
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φένω:''' απαντάται μόνο σε Επικ. αόρ. βʹ [[ἔπεφνον]], <i>πέφνον</i> (συγκοπτ. από αναδιπλ. [[μορφή]] <i>πέ-φενον</i>), υποτ. <i>πέφνῃς</i>, <i>-ῃ</i>, απαρ. <i>πεφνέμεν</i>, μτχ. <i>πέφνων</i>, (παροξ. όπως αν προερχόταν από ενεστ. <i>πέφων</i>).<br /><b class="num">I.</b> [[φονεύω]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> πέρα από αυτό τον αόρ., από τη √<i>ΦΑ</i>, προέρχονται γʹ ενικ. και πληθ. Παθ. παρακ. <i>πέφαται</i>, [[πέφανται]], απαρ. [[πεφάσθαι]]· και βʹ ενικ. Παθ. μέλ. <i>πεφήσεαι</i>, σε Όμηρ. | |lsmtext='''φένω:''' απαντάται μόνο σε Επικ. αόρ. βʹ [[ἔπεφνον]], <i>πέφνον</i> (συγκοπτ. από αναδιπλ. [[μορφή]] <i>πέ-φενον</i>), υποτ. <i>πέφνῃς</i>, <i>-ῃ</i>, απαρ. <i>πεφνέμεν</i>, μτχ. <i>πέφνων</i>, (παροξ. όπως αν προερχόταν από ενεστ. <i>πέφων</i>).<br /><b class="num">I.</b> [[φονεύω]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> πέρα από αυτό τον αόρ., από τη √<i>ΦΑ</i>, προέρχονται γʹ ενικ. και πληθ. Παθ. παρακ. <i>πέφαται</i>, [[πέφανται]], απαρ. [[πεφάσθαι]]· και βʹ ενικ. Παθ. μέλ. <i>πεφήσεαι</i>, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φένω:''' (только эп. aor. 2 [[ἔπεφνον]] и [[πέφνον]], 3 л. sing. conjct. πέφνῃ, inf. [[πεφνέμεν]]; 3 л. sing. и pl. pf. πέφᾰται и [[πέφανται]], inf. [[πεφάσθαι]]; 2 и 3 л. sing. fut. 3 πεφήσεαι и πεφήσεται) убивать Hom. | |||
}} | }} |