Anonymous

φένω: Difference between revisions

From LSJ
804 bytes added ,  30 December 2018
6
(44)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[φονεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρ. τ. ενεστ. (<b>βλ. λ.</b> [[θείνω]])].
|mltxt=Α<br />[[φονεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρ. τ. ενεστ. (<b>βλ. λ.</b> [[θείνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φένω:''' απαντάται μόνο σε Επικ. αόρ. βʹ [[ἔπεφνον]], <i>πέφνον</i> (συγκοπτ. από αναδιπλ. [[μορφή]] <i>πέ-φενον</i>), υποτ. <i>πέφνῃς</i>, <i>-ῃ</i>, απαρ. <i>πεφνέμεν</i>, μτχ. <i>πέφνων</i>, (παροξ. όπως αν προερχόταν από ενεστ. <i>πέφων</i>).<br /><b class="num">I.</b> [[φονεύω]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> πέρα από αυτό τον αόρ., από τη √<i>ΦΑ</i>, προέρχονται γʹ ενικ. και πληθ. Παθ. παρακ. <i>πέφαται</i>, [[πέφανται]], απαρ. [[πεφάσθαι]]· και βʹ ενικ. Παθ. μέλ. <i>πεφήσεαι</i>, σε Όμηρ.
}}
}}