3,277,301
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψιπᾰγής:''' сложенный ввысь, т. е. высокий ([[τύμβος]] Anth.). | |||
}} | }} |