Anonymous

ὑψιπαγής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψιπᾰγής:''' сложенный ввысь, т. е. высокий ([[τύμβος]] Anth.).
}}
}}