φιλοκαρποφόρος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκαρποφόρος:''' -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλοκαρποφόρος:''' -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκαρποφόρος:''' охотно приносящий плоды, т. е. обильный плодами ([[θέρος]] Anth.).
}}
}}