Anonymous

φιλοκαρποφόρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει άφθονους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρποφόρος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει άφθονους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καρποφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκαρποφόρος:''' -ον, αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, σε Ανθ.
}}
}}