3,274,522
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρούρημα:''' -ατος, το,<br /><b class="num">I.</b> αυτό που παρακολουθείται ή φυλάσσεται, <i>λείας βουκόλων φρουρήματα</i>, η [[φροντίδα]] των βουκόλων για τα βοοειδή, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φρουρός]], σε Αισχύλ., λέγεται για ένα μόνο άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρακολούθηση]], [[φρούρηση]], [[φρούρημα]] ἔχειν, σε Ευρ. | |lsmtext='''φρούρημα:''' -ατος, το,<br /><b class="num">I.</b> αυτό που παρακολουθείται ή φυλάσσεται, <i>λείας βουκόλων φρουρήματα</i>, η [[φροντίδα]] των βουκόλων για τα βοοειδή, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φρουρός]], σε Αισχύλ., λέγεται για ένα μόνο άνθρωπο, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρακολούθηση]], [[φρούρηση]], [[φρούρημα]] ἔχειν, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρούρημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> предмет охраны, охраняемое имущество: βουκόλων φρουρήματα Soph. охраняемые пастухами стада;<br /><b class="num">2)</b> охрана: [[ἀμφί]] τι φ. ἔχειν Eur. нести охрану вокруг чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> хранитель, страж или стража (λόγχαι - δεσπότου φρουρήματα Eur.): ἐγρηγορὸς φ. γῆς Aesch. неусыпный хранитель страны. | |||
}} | }} |