φρούρημα

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρούρημα Medium diacritics: φρούρημα Low diacritics: φρούρημα Capitals: ΦΡΟΥΡΗΜΑ
Transliteration A: phroúrēma Transliteration B: phrourēma Transliteration C: froyrima Beta Code: frou/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, poet. Noun:
I that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmen's charge of spoil, S.Aj.54.
II guard, A.Eu.706; of a single man, Id.Th.449; λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα E.El.798.
III watch, ward, φρούρημα ἔχειν Id.Ion511 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1310] τό, das Bewachte; – der Wachtposten; βουκόλων, die wachthaltenden Rinderhirten, Soph. Ai. 54; φρούρημα ἔχειν Eur. Ion 511; vgl. Aesch. Spt. 431; τοῦτο βουλευτήριον εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι Eum. 706; λόγχας δεσποτῶν φρουρήματα Eur. El. 798.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet gardé : βουκόλων SOPH troupeau gardé par les bouviers;
2 action de garder, garde.
Étymologie: φρουρέω.

Russian (Dvoretsky)

φρούρημα: ατος τό
1 предмет охраны, охраняемое имущество: βουκόλων φρουρήματα Soph. охраняемые пастухами стада;
2 охрана: ἀμφί τι φ. ἔχειν Eur. нести охрану вокруг чего-л.;
3 хранитель, страж или стража (λόγχαι - δεσπότου φρουρήματα Eur.): ἐγρηγορὸς φ. γῆς Aesch. неусыпный хранитель страны.

Greek (Liddell-Scott)

φρούρημα: τό, ποιητ. ὄνομα· Ι. τὸ φυλαττόμενον, τὸ φρουρούμενον, λείας ἄδαστα βουκόλων φρουρήματα, τὰ ὑπὸ τῶν βουκόλων ἀμέριστα βουκόλια τῆς λείας, Σοφ. Αἴ. 54, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. ΙΙ. φρουρός, φύλαξ, εὐδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 706· ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἀνδρός, Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 448· λόγχαι δεσποτῶν φρουρήματα Εὐρ. Ἠλ. 798. ΙΙΙ. φρούρησις, πρόσπολοι γυναῖκες, αἳ τῶνδ’ ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων θυοδόκων φρούρημ’ ἔχουσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 511.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α φρουρῶ
1. αυτό που φρουρείται, που φυλάσσεται
2. φρουρός, φύλακας («εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι», Αισχύλ.)
3. φρούρηση, φύλαξη.

Greek Monotonic

φρούρημα: -ατος, το,
I. αυτό που παρακολουθείται ή φυλάσσεται, λείας βουκόλων φρουρήματα, η φροντίδα των βουκόλων για τα βοοειδή, σε Σοφ.
II. φρουρός, σε Αισχύλ., λέγεται για ένα μόνο άνθρωπο, στον ίδ.
III. παρακολούθηση, φρούρηση, φρούρημα ἔχειν, σε Ευρ.

Middle Liddell

φρούρημα, ατος, τό,
I. that which is watched or guarded, λείας βουκόλων φρουρήματα the herdsmen's charge of cattle, Soph.
II. a guard, Aesch.; of a single man, Aesch.
III. watch, ward, φρούρημα ἔχειν Eur.

English (Woodhouse)

garrison, guard, guarding, watch, body of guards, body of watchers, one who guards, something intrusted to one's care

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)