3,258,334
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠτικός:''' -ή, -όν ([[φυτόν]]), αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα φυτά, <i>τὸ φυτικόν</i>, η [[αρχή]] της φυτικής (οικολογικής) ζωής, σε Αριστ. | |lsmtext='''φῠτικός:''' -ή, -όν ([[φυτόν]]), αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα φυτά, <i>τὸ φυτικόν</i>, η [[αρχή]] της φυτικής (οικολογικής) ζωής, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠτικός:''' <b class="num">1)</b> растительный ([[μόριον]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий вид растения (ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |