Anonymous

φυτικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠτικός:''' -ή, -όν ([[φυτόν]]), αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα φυτά, <i>τὸ φυτικόν</i>, η [[αρχή]] της φυτικής (οικολογικής) ζωής, σε Αριστ.
|lsmtext='''φῠτικός:''' -ή, -όν ([[φυτόν]]), αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα φυτά, <i>τὸ φυτικόν</i>, η [[αρχή]] της φυτικής (οικολογικής) ζωής, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτικός:''' <b class="num">1)</b> растительный ([[μόριον]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий вид растения (ζῷα Arst.).
}}
}}