χέζω: Difference between revisions

251 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χέζω:''' (√<i>ΧΕΔ</i>), μέλ. <i>χεσοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχεσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔχεσον</i>, παρακ. <i>κέχοδα</i> — Παθ., <i>κέχεσμαι</i>· ανακουφίζομαι, κάνω την [[ανάγκη]] μου, σε Αριστοφ.· [[πέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[απλώς]], [[ρίχνω]] τον κόπρο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χέζω:''' (√<i>ΧΕΔ</i>), μέλ. <i>χεσοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχεσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔχεσον</i>, παρακ. <i>κέχοδα</i> — Παθ., <i>κέχεσμαι</i>· ανακουφίζομαι, κάνω την [[ανάγκη]] μου, σε Αριστοφ.· [[πέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[απλώς]], [[ρίχνω]] τον κόπρο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χέζω:''' (fut. χεσοῦμαι, inf. aor. 2 [[χεσεῖν]]; pf. pass. κέχεσμαι) испражняться Arph., Plut., Anth.; med. только ирон. (χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο Arph.).
}}
}}