3,274,175
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χέζω:''' (√<i>ΧΕΔ</i>), μέλ. <i>χεσοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχεσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔχεσον</i>, παρακ. <i>κέχοδα</i> — Παθ., <i>κέχεσμαι</i>· ανακουφίζομαι, κάνω την [[ανάγκη]] μου, σε Αριστοφ.· [[πέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[απλώς]], [[ρίχνω]] τον κόπρο, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χέζω:''' (√<i>ΧΕΔ</i>), μέλ. <i>χεσοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχεσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔχεσον</i>, παρακ. <i>κέχοδα</i> — Παθ., <i>κέχεσμαι</i>· ανακουφίζομαι, κάνω την [[ανάγκη]] μου, σε Αριστοφ.· [[πέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[απλώς]], [[ρίχνω]] τον κόπρο, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χέζω:''' (fut. χεσοῦμαι, inf. aor. 2 [[χεσεῖν]]; pf. pass. κέχεσμαι) испражняться Arph., Plut., Anth.; med. только ирон. (χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο Arph.). | |||
}} | }} |