Anonymous

χέζω: Difference between revisions

From LSJ
449 bytes added ,  31 December 2018
6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] τα περιττώματα από τον πρωκτό, [[αποπατώ]]<br /><b>2.</b> ενεργούμαι και [[λερώνω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>χέζομαι</i><br />α) τά [[κάνω]] [[πάνω]] μου, λερώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα [[μόλις]] τον είδα να παίρνει το [[πιστόλι]]» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[βρίζω]] χυδαία ή [[περιφρονώ]] ή και [[αγνοώ]] κάποιον εντελώς<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αισθάνομαι]] επιτακτική [[ανάγκη]] να αφοδεύσω<br /><b>3.</b> (το α' πρόσ. εν. παθ. αορ.) <i>χέστηκα</i><br />[[αδιαφορώ]] [[τελείως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χέστηκε η [[φοράδα]] στ' [[αλώνι]]» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> (για περιττώματα) αποβάλλομαι από την [[έδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghed</i>- «[[εκβάλλω]] από τον πρωκτό τα περιττώματα, [[τρύπα]]» με ρηματ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> ([[χέζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>χεδ</i>-<i>jω</i>) και συνδέεται με αλβ. <i>dhjes</i>, αρχ. ινδ. <i>hadati</i>, που έχει την [[ίδια]] σημ. με τον ελλ. τ., [[καθώς]] και με αρμ. <i>jet</i> «[[ουρά]]», αβεστ. <i>zaδdah</i>- «οπίσθια, [[πρωκτός]]». Τέλος, δεν θεωρείται πιθανή η [[ένταξη]], στην [[οικογένεια]] αυτή, τών δύο φρυγικών τ. <i>ζέτνα</i><br />[[φρύγιος]] ἡλέξις</i><br /><i>σημαίνει δὲ τὴν πύλην</i> ([[παρά]] τη [[διόρθωση]] του ερμηνεύματος σε «[[πυγή]]») και <i>ζευμαν</i><br /><i>τὴν πηγήν</i>, <i>ο</i> [[οποίος]] [[πρέπει]] [[μάλλον]] να συνδεθεί με το ρ. <i>χέω</i>].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] τα περιττώματα από τον πρωκτό, [[αποπατώ]]<br /><b>2.</b> ενεργούμαι και [[λερώνω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>χέζομαι</i><br />α) τά [[κάνω]] [[πάνω]] μου, λερώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα [[μόλις]] τον είδα να παίρνει το [[πιστόλι]]» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[βρίζω]] χυδαία ή [[περιφρονώ]] ή και [[αγνοώ]] κάποιον εντελώς<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αισθάνομαι]] επιτακτική [[ανάγκη]] να αφοδεύσω<br /><b>3.</b> (το α' πρόσ. εν. παθ. αορ.) <i>χέστηκα</i><br />[[αδιαφορώ]] [[τελείως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χέστηκε η [[φοράδα]] στ' [[αλώνι]]» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> (για περιττώματα) αποβάλλομαι από την [[έδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghed</i>- «[[εκβάλλω]] από τον πρωκτό τα περιττώματα, [[τρύπα]]» με ρηματ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> ([[χέζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>χεδ</i>-<i>jω</i>) και συνδέεται με αλβ. <i>dhjes</i>, αρχ. ινδ. <i>hadati</i>, που έχει την [[ίδια]] σημ. με τον ελλ. τ., [[καθώς]] και με αρμ. <i>jet</i> «[[ουρά]]», αβεστ. <i>zaδdah</i>- «οπίσθια, [[πρωκτός]]». Τέλος, δεν θεωρείται πιθανή η [[ένταξη]], στην [[οικογένεια]] αυτή, τών δύο φρυγικών τ. <i>ζέτνα</i><br />[[φρύγιος]] ἡλέξις</i><br /><i>σημαίνει δὲ τὴν πύλην</i> ([[παρά]] τη [[διόρθωση]] του ερμηνεύματος σε «[[πυγή]]») και <i>ζευμαν</i><br /><i>τὴν πηγήν</i>, <i>ο</i> [[οποίος]] [[πρέπει]] [[μάλλον]] να συνδεθεί με το ρ. <i>χέω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χέζω:''' (√<i>ΧΕΔ</i>), μέλ. <i>χεσοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχεσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔχεσον</i>, παρακ. <i>κέχοδα</i> — Παθ., <i>κέχεσμαι</i>· ανακουφίζομαι, κάνω την [[ανάγκη]] μου, σε Αριστοφ.· [[πέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[απλώς]], [[ρίχνω]] τον κόπρο, σε Αριστοφ.
}}
}}