ὠκύπορος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύπορος:''' -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται [[γρήγορα]], επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὠκύπορος:''' -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται [[γρήγορα]], επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύπορος:''' быстроходный, быстро несущийся, стремительный ([[ναῦς]] Hom.; ῥιπαὶ κυμάτων Pind.; [[πόρθμευμα]] Aesch.; ὀϊστοί Anth.).
}}
}}