3,258,334
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύπορος:''' -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται [[γρήγορα]], επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὠκύπορος:''' -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται [[γρήγορα]], επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκύπορος:''' быстроходный, быстро несущийся, стремительный ([[ναῦς]] Hom.; ῥιπαὶ κυμάτων Pind.; [[πόρθμευμα]] Aesch.; ὀϊστοί Anth.). | |||
}} | }} |