3,258,246
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; [[λαγώς]] Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν [[ἀγών]] Soph.; κύνες, Μαιάδος [[γόνος]] = [[Ἑρμῆς]] Eur.). | |||
}} | }} |